ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΒΟΪΤΣΙΔΗ
Και
τα τσιμέντα των ελληνικών γηπέδων γνωρίζουν ότι υπάρχουν διεφθαρμένοι
παράγοντες, διεφθαρμένοι προπονητές και διεφθαρμένοι ποδοσφαιριστές. Από
αυτήν την άποψη, κανένας δεν έπεσε από τα σύννεφα διαβάζοντας τους
διαλόγους.....
..... της δικογραφίας για τα «στημένα» παιχνίδια. Ούτε καν από το
ύφος τους. Αλλά όπως η ηρωίνη δεν πωλείται επί τιμολογίω, έτσι και η
διαφθορά δεν εμφανίζεται με σφραγίδες και υπογραφές. Και ανεξάρτητα απ΄
ό,τι πιστεύουν και τα τσιμέντα των γηπέδων, η δικαιοσύνη απαιτεί
αποδείξεις, δηλαδή το «τιμολόγιο» για να επέμβει.
Σήμερα,
λοιπόν, έχει και το τιμολόγιο. Και ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστεί
την υπόθεση έχει σημασία που υπερβαίνει τα όρια του ποδοσφαίρου. Ο
κόσμος χρειάζεται να πιστέψει ότι σ΄ αυτήν τη χώρα κάποιες πράξεις
τιμωρούνται. Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι πρέπει να δικάσουν Ταλιμπάν,
εφαρμόζοντας τη δικονομία του Μουλά Ομάρ -η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου
και πρέπει να εφαρμόσει το νόμο της, τίποτε περισσότερο και τίποτε
λιγότερο. Σημαίνει όμως ότι τα πράγματα δεν πρέπει να αφεθούν στους
συνηθισμένους ρυθμούς των δικαστηρίων, που συχνά αγγίζουν τα όρια της
αρνησιδικίας.
Το παρελθόν της «Παράγκας»
Έχουμε
ήδη πίσω μας μια χαμένη ευκαιρία. Την υπόθεση της «Παράγκας». Μέχρι
τότε, η διαφθορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο είχε μια μάλλον παραδοσιακή
μορφή. Οι μεγάλες ομάδες ασκούσαν επιρροή σε διαιτητές, εναλλασσόμενες
στην ιεραρχία. Με την «Παράγκα», για πρώτη φορά, η διαφθορά στο ελληνικό
ποδόσφαιρο πήρε μορφή οργανωμένου εγκλήματος.
Αλλά
τι ακριβώς υπήρξε η «Παράγκα»; Η «Παράγκα» υπήρξε μία κάθετη επιχείρηση
προσφοράς υπηρεσιών ποδοσφαιρικού παρασκηνίου που εμφανίστηκε στο
δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Είχε ιδιοκτήτες, υψηλόβαθμα και
χαμηλόβαθμα στελέχη, εξωτερικούς συνεργάτες, παρατρεχάμενους, πελάτες
και τιμοκατάλογο. Το σύστημα στρατολογούσε διαιτητές, τους έθετε υπό την
προστασία του, έδινε εγγυήσεις για την εξέλιξή τους, και εν συνεχεία
τους ανέθετε αποστολές. Ο διαιτητής εκτελούσε κατά κυριολεξία
διατεταγμένη αποστολή, σήμερα εδώ και αύριο εκεί, όχι υπέρ μιας ομάδας,
αλλά υπέρ της ομάδας, ο πρόεδρος της οποίας είχε περάσει από το ταμείο
της «Παράγκας». Η νωθρότητα, με την οποία η Πολιτεία αντιμετώπισε το
φαινόμενο, ενέτεινε τη φήμη ότι η «Παράγκα» ήταν και πολιτικά πανίσχυρη.
Ισως όχι άδικα. Αντί να ασχοληθούν μαζί της, οι υφυπουργοί Αθλητισμού
φωτογραφίζονταν στα αεροδρόμια με αρσιβαρίστες, «μαγείρευαν» εκλογές
στις αθλητικές ομοσπονδίες και μοίραζαν τα χρήματα του ΟΠΑΠ στα σωματεία
της αρεσκείας τους. Η συνταγή χάλασε όταν υφυπουργός Αθλητισμού ανέλαβε
ο Γιώργος Φλωρίδης. Για πρώτη φορά, η εξάρθρωση της «Παράγκας»
αναδείχτηκε σε πολιτικό στόχο. Μόνο που, όταν η έρευνα έδειξε τους
επικεφαλής, έγινε ένας πολιτικός συμβιβασμός σε επίπεδο υψηλότερο από
του Φλωρίδη. Η «Παράγκα» διαλύθηκε, αλλά κανένας δεν παραπέμφθηκε σε
δίκη.
Το παρόν με το «Στοίχημα»
Τα
«στημένα» παιχνίδια είναι ελαφρώς διαφορετική περίπτωση. Εδώ έχουμε,
κατά τα φαινόμενα, τρεις συμμορίες οι οποίες ενδιαφέρονται κυρίως για το
«Στοίχημα». Λιγότερο ενδιαφέρει ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα,
περισσότερο ενδιαφέρει το «over - under». Οι παράγοντες δεν αγχώνονται
μόνο για να νικήσουν οι ομάδες τους. Εξίσου τους ενδιαφέρει και να
χάσουν, εφόσον αυτό έχουν ποντάρει στο κουπόνι. «Μα, τόσο ανεξέλεγκτα
διοικούν τις ομάδες οι παράγοντες;», ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Ακριβώς
τόσο. Και αυτό άρχισε το 1979, όταν τα αθλητικά σωματεία μετατράπηκαν σε
ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες. Τότε, θεωρήθηκε νομοτέλεια. Υποτίθεται
ότι όσοι επένδυαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο είχαν και το κίνητρο να
θεσπίσουν κανόνες διαφάνειας. Το ότι στην Ελλάδα τα πράγματα δε βαδίζουν
απαραίτητα έτσι αποδείχτηκε πολύ γρήγορα. Η δημοκρατία και ο έλεγχος
των σωματείων αντικαταστάθηκαν από τη δικτατορία και την ασυδοσία των
εταιριών. Ο πρόεδρος δεν εκλέγεται από τη γενική συνέλευση, δε λογοδοτεί
στα μέλη, δεν μπορεί να ανατραπεί με πρόταση μομφής και δε χρειάζεται
να δώσει εξηγήσεις για να παραμείνει στη θέση του όσα χρόνια θέλει.
Αγοράζει μια ΠΑΕ, συχνά και χωρίς χρήματα, τη διοικεί ανεξέλεγκτα,
έχοντας διορίσει στο διοικητικό συμβούλιο τον αδερφό, την κόρη, το γιο,
το φίλο και το δικηγόρο του. Δε χρειάζονται πολλά. Μ' έναν κατευθυνόμενο
προπονητή και πέντε κατευθυνόμενους ποδοσφαιριστές, μπορεί να
προσυμφωνήσει όποιο αποτέλεσμα θέλει.
Ήταν
αναπόφευκτο να μετατραπούν τα σωματεία σε εταιρίες; Οχι! Η Ρεάλ
Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα, δύο ομάδες που θεωρούνται συνώνυμες του
επαγγελματικού ποδοσφαίρου σε κορυφαίο επίπεδο, εξακολουθούν να
λειτουργούν ως σωματεία. Έχουν από εκατό χιλιάδες μέλη και οι εκλογές
τους αποτελούν κορυφαίο γεγονός για τις πόλεις τους. Τα εκατό χιλιάδες
μέλη, με τις εκατό χιλιάδες ισότιμες ψήφους, εκλέγουν διοικήσεις με
ορισμένη θητεία και τις ελέγχουν σε τακτικές συνελεύσεις. Η Ρεάλ
Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα δεν ανήκουν σε κανέναν, παρά μόνο στα μέλη
τους. Και αυτό δεν είναι σύνθημα, είναι αλήθεια. Γιατί αυτό δε θα
μπορούσε να ισχύσει και στην Ελλάδα; Γιατί οι ΠΑΕ, που ναυάγησαν ως ΠΑΕ,
θα πρέπει να αλλάζουν χέρια, συχνά στο ημίφως και να μη δοθεί η
δυνατότητα να λειτουργήσουν επίσης ως σωματεία; Αυτό, όχι μόνο θα
καθιστούσε και τον κόσμο περισσότερο υπεύθυνο, αλλά, θεωρητικά
τουλάχιστον, θα του έδινε και την ευκαιρία να ελέγχει τους διεφθαρμένους
παράγοντες.
Οι φίλαθλοι
Μόνο
που εδώ, καλύτερα να κρατήσουμε μικρό καλάθι. Κάποτε, πράγματι, οι
κοινωνίες ήταν αυστηρές με τους αθλητικούς παράγοντες. Για να εκλεγεί
κάποιος πρόεδρος, όχι μόνο στον Ολυμπιακό αλλά και στο σωματείο της
γειτονιάς του, έπρεπε να έχει κοινωνική αποδοχή. Μόνο που τότε τα
συνθήματα στις κερκίδες ήταν «εφούσκωσε η θάλασσα και βγήκαν δυο
μπαλόνια, και βγήκε ο Ολυμπιακός με τρύπια παντελόνια». Σήμερα, η πρώτη
ερώτηση που κάνει ο κόσμος για τον επόμενο πρόεδρο είναι πόσα λεφτά έχει
-το «πόθεν έσχες» θεωρείται αδιάφορο. Η δεύτερη ερώτηση είναι αν τα
καταφέρνει με το παρασκήνιο -και το σύνθημα για «τα μπαλόνια και τα
τρύπια παντελόνια» δεν το λένε ούτε παιδάκια του νηπιαγωγείου. Και εδώ
αγγίζουμε μιαν άλλη διάσταση της διαφθοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τι
θέλει και τι ανέχεται ο κόσμος; Λοιπόν, τα πράγματα είναι κυνικά απλά. Ο
κόσμος ηθικολογεί όσο η ομάδα του αδικείται. Εάν μπορούσε να αδικεί, δε
θα είχε καμία απολύτως αναστολή. Κατά βάθος, ο Έλληνας φίλαθλος
ονειρεύεται έναν πρόεδρο που θα μπορεί να τρομοκρατεί τους διαιτητές και
με τη σκιά του ακόμη και να κερδίζει τα πρωταθλήματα από τον Αύγουστο.
Όλα τ' άλλα είναι λόγια του ποδοσφαιρικού κατηχητικού τα οποία
αναλαμβάνουν να ανακυκλώσουν οι αθλητικές εφημερίδες. Από τις οποίες
σίγουρα δεν έχουμε έλλειψη. Δεκαεπτά ημερήσιες αθλητικές εφημερίδες
εκδίδονται στην Ελλάδα, αριθμός που συνιστά παγκόσμια μοναδικότητα.
Ακριβώς έτσι! Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να έχει δεκαεπτά ημερήσιες
αθλητικές εφημερίδες. Για να αποκτήσουμε ένα μέτρο των πραγμάτων, η
Ιταλία, χώρα με επτά φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ελλάδα και
συντριπτικά μεγαλύτερη και καλύτερη αθλητική δραστηριότητα, έχει μόνο
δύο αθλητικές εφημερίδες. Η Ισπανία έχει τρεις, η Γαλλία μόνο μία, ενώ η
Βρετανία (η χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο) και η Γερμανία αγνοούν τι
σημαίνει αθλητική εφημερίδα. Κάποιες από τις δεκαεπτά ελληνικές
αθλητικές εφημερίδες απλώς διακινούν φανατισμό και φτηνή αρθρογραφία που
υμνεί τον πρόεδρο. Της ομάδας που υποστηρίζουν...
Και
τέλος, σήμερα, υπάρχει ένα ακόμη κίνητρο διαφθοράς. Το «Στοίχημα», που
έχει πλήξει ακόμη και χώρες με πολύ μεγαλύτερη παράδοση αθλητικής,
κοινωνικής και επιχειρηματικής ηθικής, όπως η Ελβετία, η Γερμανία και η
Νότια Κορέα. Κάποτε ο ποδοσφαιρικός τζόγος ήταν το ΠΡΟΠΟ. Αθώα πράγματα.
Ακόμη και αν κατάφερνες να «στήσεις» ένα αποτέλεσμα, χρειαζόταν να
προβλέψεις και τα υπόλοιπα δώδεκα. Σήμερα, δε χρειάζεται ούτε καν ένα
αποτέλεσμα. Αρκεί ένα ημίχρονο. Και ακόμη λιγότερο. Το εύρος του
στοιχηματισμού είναι για γέλια και για κλάματα. Μπορείς να κερδίσεις
χρήματα ποντάροντας στο ποιος ποδοσφαιριστής θα πάρει πρώτος κίτρινη
κάρτα, ποιος θα εκτελέσει το πρώτο κόρνερ και ποια ομάδα θα κερδίσει στο
«κορόνα - γράμματα» το δικαίωμα να διαλέξει εστία. Ο πρόεδρος με τον
κατευθυνόμενο προπονητή και τους πέντε κατευθυνόμενους ποδοσφαιριστές
μπορεί να κερδίσει χρήματα από το τίποτε -και πολύ περισσότερα εάν
συνεννοηθεί με κάποιον άλλο πρόεδρο που επίσης ελέγχει έναν προπονητή
και πέντε ποδοσφαιριστές. Και αυτό δεν μπορεί ν' αλλάξει. Ακόμη και αν
καταργηθεί το ελληνικό «Στοίχημα», κάτι που θα έχει δραματική συνέπεια
στα κέρδη του ΟΠΑΠ, πρακτικά τίποτε δεν εμποδίζει κανέναν να ποντάρει
μέσω του υπολογιστή του σε στοιχηματικές εταιρίες της Μαλαισίας, της
Κύπρου ή των νησιών Κέιμαν. Εντέλει, το παιχνίδι μπορεί να είναι
οριστικά χαμένο.
ΠΗΓΗ: agelioforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου