Ο Νίκος Ευταξίας, ήταν ένας διάσημος, καθιερωμένος στιλίστας της
ελληνικής TV και μάλιστα την εποχή των παχιών αγελάδων. Τα παράτησε όλα
για να ζήσει στη Νέα Υόρκη.
Πως έγινε η μετάβαση από τα ελληνικά τηλεοπτικά πλατό και το στάιλινγκ στην Αμερική και τα διεθνή έντυπα της Νέας Υόρκης;
Στάιλινγκ; Ποιο στάιλινγκ; Εννοείς φούστα, μπλούζα, μπούκλα, να με δει κάποιος, που ο μπαμπάς του έχει λεφτά, να με παντρευτεί. Αυτό εννοείς στάιλινγκ; Όχι, Έφη, το στάιλινγκ είχε σταματήσει το 2004, από την μέρα που αποχώρησα από τα περιοδικά. Η τηλεόραση έχει μόνο επιμέλεια, κάτι σαν «δείξε μου το στοιχείο που ίσως είναι καλό πάνω μου για να βρω σπόνσορα». Δε θυμάμαι ποτέ να έχω κάνει στάιλινγκ σε κανέναν. Ρούχα κουβαλούσα πέρα-δώθε. Στις αρχές του 2009, άρχισα να αντιμετωπίζω κάποια οικονομική αδιαφορία από πελάτες, από τηλεοπτικούς σταθμούς, κάτι άρχισε γενικά να μου μυρίζει. Ήταν μία κατάσταση, η οποία με καταπίεζε πάρα πολύ, μία κατάσταση που δεν με εξέφραζε. Δηλαδή, και τι σημασία έχει να παίρνεις κάποια καλά χρήματα και να κάνεις μία καλή ζωή; Ποιο είναι το νόημα της ζωής αυτής, εάν δεν κάνεις αυτό που θέλεις; Που είναι το κομμάτι της δημιουργίας; Είχα μονίμως τέτοια ερωτηματικά στο μυαλό μου, καθημερινά. Δεν είμαι άνθρωπος της υπομονής και αυτό είναι ελάττωμα, αλλά το έχω πλέον δεχτεί, έτσι είμαι.
Αντιμετώπισα μάνατζερς (ο Θεός να τους κάνει), ανθρώπους από μουσικές εταιρείες, οι οποίοι θρονιάζονταν στα καμαρίνια, δίπλα στον καλλιτέχνη και έπρεπε να τους ανεχτώ εκτός από το να τους χειριστώ. Να ακούσω τις όποιες σαχλαμάρες έλεγαν για να δικαιολογήσουν το μεροκαματάκι τους στα αφεντικούλια τους.
Ο χώρος της τηλεόρασης ήταν καινούργιος αρχικά για μένα και ενθουσιάστηκα με το καινούργιο, όμως αυτό με μετέτρεψε σε έναν τεμπέλη καλλιτέχνη, σε έναν άνθρωπο που τον ένοιαζε μόνο να περνάει καλά και τίποτε άλλο. Το 2000, ταξίδεψα πρώτη φορά στην Αμερική με τη φίλη μου Μαρία Παπαπέτρος και αισθάνθηκα σαν να βρήκα αυτό που αναζητούσα. Στη συνέχεια έγιναν απλά και όμορφα πράγματα στη ζωή μου, στην Ελλάδα. Πέρασα μία υπέροχη μίνι καριέρα, με πολλή δόξα και πολλά χρήματα, αλλά πάντα υπήρχε μέσα μου, ένα τεράστιο ερωτηματικό. Ίσως και πάντα θα υπάρχει, δεν το ξέρω αυτό. Το 2012, ταξίδεψα με τον κολλητό μου, τον Λευτέρη, στη Γερμανία, όπου εκεί συνειδητοποίησα πόσο άρρωστος είμαι και πόσο βουτηγμένος μέσα στην κατάθλιψη. Και η Ελλάδα έπασχε από ομαδική κατάθλιψη, τουλάχιστον στα μάτια μου. Γύρισα και είπα στον Λευτέρη «όταν γυρίσουμε, εγώ θα φύγω. Δεν αντέχω άλλο, θέλω να ζήσω, να κάνω πράγματα, νιώθω ότι το αξίζω». Πάντα άλλωστε, είχα το ίδιο αίσθημα στην Ελλάδα, ότι δε μπορώ να επικοινωνήσω. Από το 1996 που επιστρέψαμε με τους γονείς μου από την Γερμανία, ψαχνόμουν. Κάτι όμως δεν κολλούσε. Ίσως να είμαι περίεργος και ανάποδος, το μόνο σίγουρο είναι ότι πάντα ήθελα να φύγω.
Ένα ταξίδι στις 22 οκτωβρίου του 2012, στη Νέα Υόρκη, με την H&M, στάθηκε πολύ σημαντικό για αυτό που επακολούθησε. Αντί να γυρίσω στην Ελλάδα με τη δημοσιογραφική ομάδα, παρέμεινα. Άρχισα πάλι να παίρνω αέρα, να γεμίζουν τα πνευμόνια μου με οξυγόνο, να ονειρεύομαι, να εκτιμώ το κάθε λεπτό. Ήταν όλα πολύ περίεργα αλλά εγώ χαμογελούσα, νομίζοντας ότι παίζω σε ταινάι με πολύ καλό τέλος. Αυτό αισθανόμουν. Με μηδέν αγγλικά, χωρίς να ξέρω κανέναν και χωρίς να με ξέρει κανείς. Ήταν υπέροχο, η πλήρης ελευθερία. Όταν έγινα αναγνωρίσιμος στην Ελλάδα, δεν φαντάστηκα ποτέ, πως αυτή η δημοσιότητα θα μοιάζει με γυάλινη, χρυσή φυλακή. Μια φυλακή στην οποία θα πρέπει να μιλάς σε ξένους, να φωτογραφίζεσαι, να δίνεις συνεντεύξεις, να στηρίζεις τηλεοπτικούς φίλους. Τα βαριόμουνα αφάνταστα, αλλά τα έκανα. Κανείς δε μου το επέβαλε φυσικά, πάντα ήμουν το αφεντικό του εαυτού μου, μόνο που μάλλον ήμουν κακό αφεντικό. Είμαι ευγνώμων για όλα στην Ελλάδα, έμαθα πολλά, έζησα πολλά, επαγγελματικά, ερωτικά, φιλίες, ταξίδια, Μύκονος (χαχαχαχα). Πάντα όμως κάτι έλειπε. Και αυτό το κάτι αισθάνομαι ότι έχω βρει στη Νέα Υόρκη.
Στην αρχή ήταν πολύ, πολύ, πολύ δύσκολα αλλά εκεί φαίνεται ο καλός ο καπετάνιος. Ποτέ δε μου άρεσαν τα εύκολα έτσι κι αλλιώς. Το μόνο καλό της ιστορίας ήταν ότι είχα στα χέρια μου μια ευκαιρία, την οποία έπρεπε να αρπάξω. Άρχιζα να φωτογραφίζω ανώνυμα ρούχα από τα καλάθια, να μπαίνω ξανά στο κλίμα αυτού που τόσο αγαπώ, να δημιουργώ χαρακτήρες και ιστορίες στις φωτογραφίσεις, να κλαίω, να γελάω, να κατακλύζομαι από αισθήματα... Στην Ελλάδα, με ένα τηλεφώνημα είχα όποια εταιρεία ρούχων ήθελα, σε όποια ποσότητα ήθελα, σε πέντε λεπτά, στο σπίτι μου. Με βοηθούς να τρέχουν κι εγώ να τεμπελιάζω στην όμορφη, νεοπλουτίστικη ζωή μου. Οι γνωριμίες ήρθαν γιατί χτύπησα πόρτες. Οι συνεργασίες με τα περιοδικά στηρίζονται σε καθαρά επαγγελματική βάση. Αν τους κάνεις παίρνεις τη δουλειά, αν δεν τους κάνεις δεν την παίρνεις. Υπάρχει ευγένεια και σεβασμός. Ξεκάθαρα πράγματα.
-Πόσο εύκολη ήταν η προσαρμογή σου στη μεγάλη πόλη;
Όπως βλέπεις μία ταινία που το παιδάκι μπαίνει σ' ένα κατάστημα με τεράστια ζαχαρωτά και όλα φαίνονται όμορφα, κάπως έτσι το βίωσα στην αρχή. Φυσικά, αυτή η εικόνα άρχισε να γκριζάρει αργότερα, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες στη γλώσσα, στον γραπτό λόγο, άρχισα εντατικά φροντιστήρια, κάθισα στα θρανία πάλι και τώρα που τα ξανασκέφτομαι, όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα. Δεν υπάρχει δύσκολα ή εύκολα, υπάρχει μόνο ο τρόπος που το βλέπεις. Την αγαπώ αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της, οπότε το πρόσημο είναι θετικό.
-Ποιοι σε βοήθησαν; Ποιοι σε απογοήτευσαν;
Η Μαρία Παπαπέτρος με βοήθησε πάρα πολύ σαν φίλη, σαν μητέρα. Μου συμπαραστάθηκε με συμβουλές, με πολλή αγάπη. Και ο Anthony φυσικά. Απογοητεύτηκα κάποιες φορές από μένα, όταν λύγισα, όταν ένιωσα ότι θέλω να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω. Ευτυχώς δεν το έκανα.
- Πως είναι η εμπειρία του να εργάζεσαι με μεγάλα ονόματα μόδας και διεθνή μοντέλα; Ποια είναι η διάσταση που παίρνει ο επαγγελματισμός σε αυτή την περίπτωση;
Έχω συνεργαστεί με τεράστια ταλέντα μόδας, φωτογράφους, fashion editors, στιλίστες, καλλιτεχνικούς διευθυντές. Αυτό που κράτησα, είναι πόσο ταπεινοί είναι όλοι αυτοί οι γίγαντες της μόδας, πόσο σίγουροι για τη δουλειά τους και πόσο ευγενικοί. Φυσικά, τους γνώρισα μόνο και αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μας φωτογράφισης. Αλλά εκεί ακριβώς ήθελα να τους γνωρίσω.
- Τι αναπολείς από την Αθήνα;
Από την Αθήνα, δεν αναπολώ τίποτα. Πιστεύω, πως όπου και να ήμουν στην ηλικία των είκοσι με τριάντα πέντε, θα περνούσα εξίσου καλά. Είναι μία ηλικία γεμάτη τρελά πάρτι, καταχρήσεις, εμπειρίες, αναζήτηση του ποιος είσαι. Αυτό δεν έχει να κάνει με την πόλη, αλλά με τη ηλικία. Η Αθήνα αρχιτεκτονικά είναι μία πόλη χωρίς στυλ, χωρίς προσωπικότητα. Τα υπέροχα νεοκλασικά της τα γκρεμίσαμε, πάρκα με δέντρα δε δημιουργήθηκαν, κανείς δεν δίνει καμία σημασία... Ίσως, μόνο τα σουβλάκια της να μου λείπουν.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου στέκια στη Νέα Υόρκη και γιατί;
Έχω τρέλα με το Central Park, περνάω πολλές ώρες εκεί, συναντώ φίλους, ηρεμώ. Επίσης, μου αρέσει να περπατάω στο Soho, όλες τις εποχές του χρόνου. Κυριακή μεσημέρι στο Μπρούκλιν... Έχεις τόσα πολλά να κάνεις, είμαι τρία χρόνια εδώ και ακόμη δεν τα έχω δει όλα. Α, ναι! Το πιο διασκεδαστικό που κάνω, όταν δεν δουλεύω, είναι να πηγαίνω μόνος μου στα μουσεία. Το λατρεύω.
- Πως θα περιέγραφες τη ζωή στην πόλη που ποτέ δεν κοιμάται;
Ήρεμη, όμορφη, ισορροπημένη, χωρίς υπερβολές -τις έκανα όταν έπρεπε. Τώρα πλέον απολαμβάνω ένα γεύμα με φίλους, κάποια πάρτι, συναυλίες και πολύ διάβασμα. Ενημέρωση.
- Εσύ κοιμάσαι ή ακολουθείς το ρυθμό της πόλης;
Κοιμάμαι πολύ. Ξεκουράζομαι για να μπορώ να είμαι συνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της ημέρας. Έχουμε ένα υπέροχο σπίτι, όπως το είχαμε φανταστεί και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα.
- Πες μου τρία πράγματα που σε δίδαξε η ζωή στη Νέα Υόρκη.
Η μοναξιά είναι πλεονέκτημα. Απόλαυσε κάθε λεπτό όπου κι αν είσαι στην πόλη. Κρίνε μόνο τον εαυτό σου και προχώρα στη ζωή σου.
- Υπάρχει έστω και μία τόση δα ομοιότητα της Νέας Υόρκης με την Αθήνα;
Όχι καμία. Εδώ έχουν μαζευτεί όλες οι φυλές του κόσμου και μοιράζονται έναν και μοναδικό σκοπό. Να ζήσουν μια καλύτερη μέρα.
- Πόσο σε άλλαξε σαν άνθρωπο η ζωή εκεί;
Πάρα πολύ. Μου έμαθε να είμαι ελεύθερος. Μου έμαθε να νοιάζομαι για τον συνάνθρωπό μου και όχι μόνο για την πάρτη μου. Μου έδωσε να καταλάβω τις πραγματικές αξίες και όχι τις οικονομικές αξίες. Μου έμαθε να ζω αληθινά.
Πως έγινε η μετάβαση από τα ελληνικά τηλεοπτικά πλατό και το στάιλινγκ στην Αμερική και τα διεθνή έντυπα της Νέας Υόρκης;
Στάιλινγκ; Ποιο στάιλινγκ; Εννοείς φούστα, μπλούζα, μπούκλα, να με δει κάποιος, που ο μπαμπάς του έχει λεφτά, να με παντρευτεί. Αυτό εννοείς στάιλινγκ; Όχι, Έφη, το στάιλινγκ είχε σταματήσει το 2004, από την μέρα που αποχώρησα από τα περιοδικά. Η τηλεόραση έχει μόνο επιμέλεια, κάτι σαν «δείξε μου το στοιχείο που ίσως είναι καλό πάνω μου για να βρω σπόνσορα». Δε θυμάμαι ποτέ να έχω κάνει στάιλινγκ σε κανέναν. Ρούχα κουβαλούσα πέρα-δώθε. Στις αρχές του 2009, άρχισα να αντιμετωπίζω κάποια οικονομική αδιαφορία από πελάτες, από τηλεοπτικούς σταθμούς, κάτι άρχισε γενικά να μου μυρίζει. Ήταν μία κατάσταση, η οποία με καταπίεζε πάρα πολύ, μία κατάσταση που δεν με εξέφραζε. Δηλαδή, και τι σημασία έχει να παίρνεις κάποια καλά χρήματα και να κάνεις μία καλή ζωή; Ποιο είναι το νόημα της ζωής αυτής, εάν δεν κάνεις αυτό που θέλεις; Που είναι το κομμάτι της δημιουργίας; Είχα μονίμως τέτοια ερωτηματικά στο μυαλό μου, καθημερινά. Δεν είμαι άνθρωπος της υπομονής και αυτό είναι ελάττωμα, αλλά το έχω πλέον δεχτεί, έτσι είμαι.
Αντιμετώπισα μάνατζερς (ο Θεός να τους κάνει), ανθρώπους από μουσικές εταιρείες, οι οποίοι θρονιάζονταν στα καμαρίνια, δίπλα στον καλλιτέχνη και έπρεπε να τους ανεχτώ εκτός από το να τους χειριστώ. Να ακούσω τις όποιες σαχλαμάρες έλεγαν για να δικαιολογήσουν το μεροκαματάκι τους στα αφεντικούλια τους.
Ο χώρος της τηλεόρασης ήταν καινούργιος αρχικά για μένα και ενθουσιάστηκα με το καινούργιο, όμως αυτό με μετέτρεψε σε έναν τεμπέλη καλλιτέχνη, σε έναν άνθρωπο που τον ένοιαζε μόνο να περνάει καλά και τίποτε άλλο. Το 2000, ταξίδεψα πρώτη φορά στην Αμερική με τη φίλη μου Μαρία Παπαπέτρος και αισθάνθηκα σαν να βρήκα αυτό που αναζητούσα. Στη συνέχεια έγιναν απλά και όμορφα πράγματα στη ζωή μου, στην Ελλάδα. Πέρασα μία υπέροχη μίνι καριέρα, με πολλή δόξα και πολλά χρήματα, αλλά πάντα υπήρχε μέσα μου, ένα τεράστιο ερωτηματικό. Ίσως και πάντα θα υπάρχει, δεν το ξέρω αυτό. Το 2012, ταξίδεψα με τον κολλητό μου, τον Λευτέρη, στη Γερμανία, όπου εκεί συνειδητοποίησα πόσο άρρωστος είμαι και πόσο βουτηγμένος μέσα στην κατάθλιψη. Και η Ελλάδα έπασχε από ομαδική κατάθλιψη, τουλάχιστον στα μάτια μου. Γύρισα και είπα στον Λευτέρη «όταν γυρίσουμε, εγώ θα φύγω. Δεν αντέχω άλλο, θέλω να ζήσω, να κάνω πράγματα, νιώθω ότι το αξίζω». Πάντα άλλωστε, είχα το ίδιο αίσθημα στην Ελλάδα, ότι δε μπορώ να επικοινωνήσω. Από το 1996 που επιστρέψαμε με τους γονείς μου από την Γερμανία, ψαχνόμουν. Κάτι όμως δεν κολλούσε. Ίσως να είμαι περίεργος και ανάποδος, το μόνο σίγουρο είναι ότι πάντα ήθελα να φύγω.
Ένα ταξίδι στις 22 οκτωβρίου του 2012, στη Νέα Υόρκη, με την H&M, στάθηκε πολύ σημαντικό για αυτό που επακολούθησε. Αντί να γυρίσω στην Ελλάδα με τη δημοσιογραφική ομάδα, παρέμεινα. Άρχισα πάλι να παίρνω αέρα, να γεμίζουν τα πνευμόνια μου με οξυγόνο, να ονειρεύομαι, να εκτιμώ το κάθε λεπτό. Ήταν όλα πολύ περίεργα αλλά εγώ χαμογελούσα, νομίζοντας ότι παίζω σε ταινάι με πολύ καλό τέλος. Αυτό αισθανόμουν. Με μηδέν αγγλικά, χωρίς να ξέρω κανέναν και χωρίς να με ξέρει κανείς. Ήταν υπέροχο, η πλήρης ελευθερία. Όταν έγινα αναγνωρίσιμος στην Ελλάδα, δεν φαντάστηκα ποτέ, πως αυτή η δημοσιότητα θα μοιάζει με γυάλινη, χρυσή φυλακή. Μια φυλακή στην οποία θα πρέπει να μιλάς σε ξένους, να φωτογραφίζεσαι, να δίνεις συνεντεύξεις, να στηρίζεις τηλεοπτικούς φίλους. Τα βαριόμουνα αφάνταστα, αλλά τα έκανα. Κανείς δε μου το επέβαλε φυσικά, πάντα ήμουν το αφεντικό του εαυτού μου, μόνο που μάλλον ήμουν κακό αφεντικό. Είμαι ευγνώμων για όλα στην Ελλάδα, έμαθα πολλά, έζησα πολλά, επαγγελματικά, ερωτικά, φιλίες, ταξίδια, Μύκονος (χαχαχαχα). Πάντα όμως κάτι έλειπε. Και αυτό το κάτι αισθάνομαι ότι έχω βρει στη Νέα Υόρκη.
Στην αρχή ήταν πολύ, πολύ, πολύ δύσκολα αλλά εκεί φαίνεται ο καλός ο καπετάνιος. Ποτέ δε μου άρεσαν τα εύκολα έτσι κι αλλιώς. Το μόνο καλό της ιστορίας ήταν ότι είχα στα χέρια μου μια ευκαιρία, την οποία έπρεπε να αρπάξω. Άρχιζα να φωτογραφίζω ανώνυμα ρούχα από τα καλάθια, να μπαίνω ξανά στο κλίμα αυτού που τόσο αγαπώ, να δημιουργώ χαρακτήρες και ιστορίες στις φωτογραφίσεις, να κλαίω, να γελάω, να κατακλύζομαι από αισθήματα... Στην Ελλάδα, με ένα τηλεφώνημα είχα όποια εταιρεία ρούχων ήθελα, σε όποια ποσότητα ήθελα, σε πέντε λεπτά, στο σπίτι μου. Με βοηθούς να τρέχουν κι εγώ να τεμπελιάζω στην όμορφη, νεοπλουτίστικη ζωή μου. Οι γνωριμίες ήρθαν γιατί χτύπησα πόρτες. Οι συνεργασίες με τα περιοδικά στηρίζονται σε καθαρά επαγγελματική βάση. Αν τους κάνεις παίρνεις τη δουλειά, αν δεν τους κάνεις δεν την παίρνεις. Υπάρχει ευγένεια και σεβασμός. Ξεκάθαρα πράγματα.
-Πόσο εύκολη ήταν η προσαρμογή σου στη μεγάλη πόλη;
Όπως βλέπεις μία ταινία που το παιδάκι μπαίνει σ' ένα κατάστημα με τεράστια ζαχαρωτά και όλα φαίνονται όμορφα, κάπως έτσι το βίωσα στην αρχή. Φυσικά, αυτή η εικόνα άρχισε να γκριζάρει αργότερα, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες στη γλώσσα, στον γραπτό λόγο, άρχισα εντατικά φροντιστήρια, κάθισα στα θρανία πάλι και τώρα που τα ξανασκέφτομαι, όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα. Δεν υπάρχει δύσκολα ή εύκολα, υπάρχει μόνο ο τρόπος που το βλέπεις. Την αγαπώ αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της, οπότε το πρόσημο είναι θετικό.
-Ποιοι σε βοήθησαν; Ποιοι σε απογοήτευσαν;
Η Μαρία Παπαπέτρος με βοήθησε πάρα πολύ σαν φίλη, σαν μητέρα. Μου συμπαραστάθηκε με συμβουλές, με πολλή αγάπη. Και ο Anthony φυσικά. Απογοητεύτηκα κάποιες φορές από μένα, όταν λύγισα, όταν ένιωσα ότι θέλω να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω. Ευτυχώς δεν το έκανα.
- Πως είναι η εμπειρία του να εργάζεσαι με μεγάλα ονόματα μόδας και διεθνή μοντέλα; Ποια είναι η διάσταση που παίρνει ο επαγγελματισμός σε αυτή την περίπτωση;
Έχω συνεργαστεί με τεράστια ταλέντα μόδας, φωτογράφους, fashion editors, στιλίστες, καλλιτεχνικούς διευθυντές. Αυτό που κράτησα, είναι πόσο ταπεινοί είναι όλοι αυτοί οι γίγαντες της μόδας, πόσο σίγουροι για τη δουλειά τους και πόσο ευγενικοί. Φυσικά, τους γνώρισα μόνο και αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μας φωτογράφισης. Αλλά εκεί ακριβώς ήθελα να τους γνωρίσω.
- Τι αναπολείς από την Αθήνα;
Από την Αθήνα, δεν αναπολώ τίποτα. Πιστεύω, πως όπου και να ήμουν στην ηλικία των είκοσι με τριάντα πέντε, θα περνούσα εξίσου καλά. Είναι μία ηλικία γεμάτη τρελά πάρτι, καταχρήσεις, εμπειρίες, αναζήτηση του ποιος είσαι. Αυτό δεν έχει να κάνει με την πόλη, αλλά με τη ηλικία. Η Αθήνα αρχιτεκτονικά είναι μία πόλη χωρίς στυλ, χωρίς προσωπικότητα. Τα υπέροχα νεοκλασικά της τα γκρεμίσαμε, πάρκα με δέντρα δε δημιουργήθηκαν, κανείς δεν δίνει καμία σημασία... Ίσως, μόνο τα σουβλάκια της να μου λείπουν.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου στέκια στη Νέα Υόρκη και γιατί;
Έχω τρέλα με το Central Park, περνάω πολλές ώρες εκεί, συναντώ φίλους, ηρεμώ. Επίσης, μου αρέσει να περπατάω στο Soho, όλες τις εποχές του χρόνου. Κυριακή μεσημέρι στο Μπρούκλιν... Έχεις τόσα πολλά να κάνεις, είμαι τρία χρόνια εδώ και ακόμη δεν τα έχω δει όλα. Α, ναι! Το πιο διασκεδαστικό που κάνω, όταν δεν δουλεύω, είναι να πηγαίνω μόνος μου στα μουσεία. Το λατρεύω.
- Πως θα περιέγραφες τη ζωή στην πόλη που ποτέ δεν κοιμάται;
Ήρεμη, όμορφη, ισορροπημένη, χωρίς υπερβολές -τις έκανα όταν έπρεπε. Τώρα πλέον απολαμβάνω ένα γεύμα με φίλους, κάποια πάρτι, συναυλίες και πολύ διάβασμα. Ενημέρωση.
- Εσύ κοιμάσαι ή ακολουθείς το ρυθμό της πόλης;
Κοιμάμαι πολύ. Ξεκουράζομαι για να μπορώ να είμαι συνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της ημέρας. Έχουμε ένα υπέροχο σπίτι, όπως το είχαμε φανταστεί και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα.
- Πες μου τρία πράγματα που σε δίδαξε η ζωή στη Νέα Υόρκη.
Η μοναξιά είναι πλεονέκτημα. Απόλαυσε κάθε λεπτό όπου κι αν είσαι στην πόλη. Κρίνε μόνο τον εαυτό σου και προχώρα στη ζωή σου.
- Υπάρχει έστω και μία τόση δα ομοιότητα της Νέας Υόρκης με την Αθήνα;
Όχι καμία. Εδώ έχουν μαζευτεί όλες οι φυλές του κόσμου και μοιράζονται έναν και μοναδικό σκοπό. Να ζήσουν μια καλύτερη μέρα.
- Πόσο σε άλλαξε σαν άνθρωπο η ζωή εκεί;
Πάρα πολύ. Μου έμαθε να είμαι ελεύθερος. Μου έμαθε να νοιάζομαι για τον συνάνθρωπό μου και όχι μόνο για την πάρτη μου. Μου έδωσε να καταλάβω τις πραγματικές αξίες και όχι τις οικονομικές αξίες. Μου έμαθε να ζω αληθινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου