
Χθες βράδυ ένας καλός φίλος μου έστειλε με σκωπτική διάθεση ένα άρθρο
με τίτλο: «Φοιτήτριες στο Ποσείδι». Πάντοτε όπου ακούω τη λέξη
«Ποσείδι» παθαίνω ένα μικρό ηλεκτροσόκ. Το εν λόγω άρθρο με τάσεις
lifestyle επιπέδου Λαμπίρη-Τατιάνας, ανέλυε τις εξαίσιες στιγμές
απόλαυσης που μπορεί κανείς να βιώσει, μακριά από τις «αρρώστιες της
βλαχομπαρόκ κοινωνία μας» με κοινό σημείο επαφής όλων τη…
libido! Εθίγην, ποικιλοτρόπως. Όχι επειδή θεωρώ λάθος τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ της κοινότητας των φοιτητών ή επειδή το Ποσείδι δε μου ταιριάζει –αυτό ήταν και παραμένει αλήθεια. Το δικό μου «θέμα» έχει να κάνει με την ιεράρχηση των αξιών στον τόπο ετούτο.
Δε θα υπεισέλθω στο πώς και γιατί λειτουργεί το Ποσείδι. Ποιοι είναι οι ανάδοχοι των κυλικείων και του «μπητσόμπαρου» (εκ του beach και του bar). Ποσώς μάλιστα με ενδιαφέρει το πώς οι φιλοξενούμενοι διαχειρίζονται την υγιεινή τους στις τουαλέτες. Βλέπετε, ακόμη και σήμερα, στη χώρα της Μανωλάδας και της Χρυσής Αυγής, μάθαμε και στις φοιτητικές κατασκηνώσεις να προσλαμβάνουμε μετανάστες να καθαρίσουν τη δική μας βρομιά. Πού είναι τώρα τα αγόρια–«κουβαλητές» και τα κορίτσια που βγαίνουν «ακομπλεξάριστες» και «άβαφες»;
Για όσους θυμούνται ένα δημοσίευμα προ ολίγων μηνών σχετικά με τη «χρυσή τουαλέτα» του πρύτανη, έχει ενδιαφέρον, όχι τόσο η ανούσια κατηγορία περί «χρυσής λεκάνης», όσο η παραδοχή εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών ότι εν έτει 2011 δαπανήθηκαν 1,3 εκατομμύρια ευρώ για έργα ανακαίνισης στις φοιτητικές κατασκηνώσεις της Καλάνδρας. Αυτά, σε ένα Πανεπιστήμιο που πάσχει από έλλειψη τόνερ για τα φωτοτυπικά, όπου το χαρτί φτάνει όσο-όσο για την εκτύπωση βεβαιώσεων σπουδών και όπου οι περισσότερες βιβλιοθήκες δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για την αγορά καινούργιων βιβλίων.
3 Αυγούστου σήμερα και η πρόσβαση σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά για το τρέχον έτος ακόμη δεν έχει χρηματοδοτηθεί. Ακόμη πιο τραγελαφική είναι η κατάσταση στο επίπεδο των υποτροφιών. Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών παραπαίει μετά τα «χειρουργεία» των δύο τελευταίων Υπουργών Παιδείας. Σε μια χώρα που λέμε πως θέλουμε να κρατήσουμε τους καλύτερους των καλυτέρων, η πραγματικότητα έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα. Κρατικοί και μη φορείς, τοπικοί παράγοντες και επιχειρηματίες∙ όλοι τους κωφεύουν σαν να μην είναι δικό τους πρόβλημα.
Προ ολίγων μηνών το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel έδινε αριθμούς: 25.000 νέοι από την Ελλάδα είχαν φύγει ήδη μέσα σε διάστημα εννέα μηνών για τη Γερμανία. Οι καλύτεροι συμφοιτητές που πετυχαίνω στους διαδρόμους της Φιλοσοφικής –είτε αυτή πνίγεται στα σκουπίδια, είτε όχι– φεύγουν, ένας προς ένας. York και Groningen, ο προορισμός των δύο τελευταίων. Κι εδώ, αλήθεια, ποιος μένει; Πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να τελειώσουν εδώ τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές τους σπουδές με 1,3 εκατομμύρια ευρώ;
Στις συζητήσεις μου γι’ αυτά με κοιτούν περίεργα –γιατί αλήθεια δεν ξέρω. Ίσως να είμαι εγώ ο περίεργος που δε γουστάρω να πηγαίνω στο Ποσείδι, ίσως η «βλαχομπαρόκ» κοινωνία μας να μου ταιριάζει περισσότερο. Ίσως από την άλλη και να θυμάμαι τον στίχο από έναν σκοπό που έλεγε: «στη δικιά μας κοινωνία, ζούσαμε άλλη αγωνία, μην πας στη Γερμανία»…
Στην Ελλάς του 2013, η αγωνία τελικά αυτή παρέμεινε η ίδια. Για όλους εμάς που βρισκόμαστε εδώ και για όλους εκείνους που φύγανε έξω. Κι όμως, δε θα μπορέσω ποτέ μου να χωνέψω το γεγονός ότι ακόμη και τώρα αυτά που μας απασχολούν δεν είναι άλλα από τα «μπάνια του λαού», κάθε ηλικίας. Ευχαριστώ, μα δε θα πάρω…
*Ο Άρης Ταχινοζλής είναι δευτεροετής φοιτητής του ΑΠΘ.
troktiko.eu
libido! Εθίγην, ποικιλοτρόπως. Όχι επειδή θεωρώ λάθος τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ της κοινότητας των φοιτητών ή επειδή το Ποσείδι δε μου ταιριάζει –αυτό ήταν και παραμένει αλήθεια. Το δικό μου «θέμα» έχει να κάνει με την ιεράρχηση των αξιών στον τόπο ετούτο.
Δε θα υπεισέλθω στο πώς και γιατί λειτουργεί το Ποσείδι. Ποιοι είναι οι ανάδοχοι των κυλικείων και του «μπητσόμπαρου» (εκ του beach και του bar). Ποσώς μάλιστα με ενδιαφέρει το πώς οι φιλοξενούμενοι διαχειρίζονται την υγιεινή τους στις τουαλέτες. Βλέπετε, ακόμη και σήμερα, στη χώρα της Μανωλάδας και της Χρυσής Αυγής, μάθαμε και στις φοιτητικές κατασκηνώσεις να προσλαμβάνουμε μετανάστες να καθαρίσουν τη δική μας βρομιά. Πού είναι τώρα τα αγόρια–«κουβαλητές» και τα κορίτσια που βγαίνουν «ακομπλεξάριστες» και «άβαφες»;
Για όσους θυμούνται ένα δημοσίευμα προ ολίγων μηνών σχετικά με τη «χρυσή τουαλέτα» του πρύτανη, έχει ενδιαφέρον, όχι τόσο η ανούσια κατηγορία περί «χρυσής λεκάνης», όσο η παραδοχή εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών ότι εν έτει 2011 δαπανήθηκαν 1,3 εκατομμύρια ευρώ για έργα ανακαίνισης στις φοιτητικές κατασκηνώσεις της Καλάνδρας. Αυτά, σε ένα Πανεπιστήμιο που πάσχει από έλλειψη τόνερ για τα φωτοτυπικά, όπου το χαρτί φτάνει όσο-όσο για την εκτύπωση βεβαιώσεων σπουδών και όπου οι περισσότερες βιβλιοθήκες δεν έχουν ούτε ένα ευρώ για την αγορά καινούργιων βιβλίων.
3 Αυγούστου σήμερα και η πρόσβαση σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά για το τρέχον έτος ακόμη δεν έχει χρηματοδοτηθεί. Ακόμη πιο τραγελαφική είναι η κατάσταση στο επίπεδο των υποτροφιών. Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών παραπαίει μετά τα «χειρουργεία» των δύο τελευταίων Υπουργών Παιδείας. Σε μια χώρα που λέμε πως θέλουμε να κρατήσουμε τους καλύτερους των καλυτέρων, η πραγματικότητα έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα. Κρατικοί και μη φορείς, τοπικοί παράγοντες και επιχειρηματίες∙ όλοι τους κωφεύουν σαν να μην είναι δικό τους πρόβλημα.
Προ ολίγων μηνών το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel έδινε αριθμούς: 25.000 νέοι από την Ελλάδα είχαν φύγει ήδη μέσα σε διάστημα εννέα μηνών για τη Γερμανία. Οι καλύτεροι συμφοιτητές που πετυχαίνω στους διαδρόμους της Φιλοσοφικής –είτε αυτή πνίγεται στα σκουπίδια, είτε όχι– φεύγουν, ένας προς ένας. York και Groningen, ο προορισμός των δύο τελευταίων. Κι εδώ, αλήθεια, ποιος μένει; Πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να τελειώσουν εδώ τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές τους σπουδές με 1,3 εκατομμύρια ευρώ;
Στις συζητήσεις μου γι’ αυτά με κοιτούν περίεργα –γιατί αλήθεια δεν ξέρω. Ίσως να είμαι εγώ ο περίεργος που δε γουστάρω να πηγαίνω στο Ποσείδι, ίσως η «βλαχομπαρόκ» κοινωνία μας να μου ταιριάζει περισσότερο. Ίσως από την άλλη και να θυμάμαι τον στίχο από έναν σκοπό που έλεγε: «στη δικιά μας κοινωνία, ζούσαμε άλλη αγωνία, μην πας στη Γερμανία»…
Στην Ελλάς του 2013, η αγωνία τελικά αυτή παρέμεινε η ίδια. Για όλους εμάς που βρισκόμαστε εδώ και για όλους εκείνους που φύγανε έξω. Κι όμως, δε θα μπορέσω ποτέ μου να χωνέψω το γεγονός ότι ακόμη και τώρα αυτά που μας απασχολούν δεν είναι άλλα από τα «μπάνια του λαού», κάθε ηλικίας. Ευχαριστώ, μα δε θα πάρω…
*Ο Άρης Ταχινοζλής είναι δευτεροετής φοιτητής του ΑΠΘ.
troktiko.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου