Η διατήρηση σημαντικά υψηλότερων τιμών στη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική αγορά, σε σχέση με τις αγορές άλλων έξι χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Βουλγαρία), προκύπτει από έρευνα του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας σε συνολικά 70 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, εκ των οποίων τα 50 είναι επώνυμα.
Του Κώστα Σιαμέλη
R2unit@hotmail.com
Από την έρευνα προκύπτει ότι στη χώρα μας είναι πολύ υψηλότερες οι τιμές σε δημητριακά, απορρυπαντικά, είδη προσωπικής υγιεινής και αναψυκτικά. Το παρήγορο είναι ότι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές εμφανίζονται οι τιμές των νωπών προϊόντων, παρ' όλο που στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλότερες τιμές παραγωγού, όπως σχολιάζουν για τα ευρήματα της μελέτης στελέχη του υπουργείου.
Η κατάσταση που υπάρχει στην αγορά αναφορικά με τη διαμόρφωση των τιμών έχει οδηγήσει τα στελέχη του υπουργείου στην εξέταση του ενδεχομένου ύπαρξης εναρμονισμένων πρακτικών, αν και σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αποδίδεται στην αύξηση τού ΦΠΑ. Έτσι, όπως ανέφεραν υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου, αν αφαιρεθεί ο ΦΠΑ, το μέσο καλάθι του έλληνα καταναλωτή σε σχέση με αυτό των καταναλωτών στις υπόλοιπες χώρες του δείγματος είναι φθηνότερο!
Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού
Στο πλαίσιο της διερεύνησης των στρεβλώσεων στην αγορά, που οδηγούν σε αυξημένες τιμές προϊόντων, μεικτά κλιμάκια του υπουργείου Ανάπτυξης και της Επιτροπής Ανταγωνισμού διενήργησαν εφόδους στα γραφεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Καταναλωτικών Αγαθών, καθώς και σε επιχειρήσεις-μέλη του, όπου διαπιστώθηκαν αποχρώσες ενδείξεις τόσο εναρμονισμένων πρακτικών όσο και κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία που αφορούν πέντε κλάδους διαβιβάστηκαν για περαιτέρω διερεύνηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Στο στόχαστρο των ελέγχων είναι επιχειρήσεις που εμπορεύονται δημητριακά, απορρυπαντικά και είδη προσωπικής υγιεινής.
Τι επιβαρύνει το κόστος
Εκτός από τους φόρους που επιβαρύνουν την τελική τιμή καταναλωτή, το κόστος για τον καταναλωτή αυξάνεται (ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν μειώνεται) εξαιτίας των διεθνών τιμών στις λεγόμενες «χρηματιστηριακές πρώτες ύλες» (πετρέλαιο, ζάχαρη, κακάο κοκ.), των αυξήσεων στις εγχώριες τιμές παραγωγού, της ανελαστικής ζήτησης σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα, του μεταφορικού κόστους, αλλά και του μισθολογικού κόστους στον τομέα των υπηρεσιών.
Στις μεταφορές, οι ανατιμήσεις οφείλονται αποκλειστικά στη ραγδαία αύξηση των τιμών των καυσίμων (θέρμανσης και κίνησης). Τόσο οι διεθνείς τιμές όσο και η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης (από τις 15 Οκτωβρίου αυξήθηκε από 2 σε 6 λεπτά ανά λίτρο) οδήγησαν τις λιανικές τιμές σε υψηλότερα επίπεδα, παρ' ότι υπάρχει σημαντικός περιορισμός του περιθωρίου κέρδους των πρατηρίων και των εταιρειών εμπορίας (κυμαίνεται σταθερά κάτω από τα 10 λεπτά ανά λίτρο, μειωμένο κατά περίπου 20%).
Πανάκριβα τα έξοδα μεταφοράς
To 10%-15% του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αιτίες είναι το δραματικό κόστος μεταφοράς στη νησιωτική Ελλάδα, η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, η απουσία εναλλακτικού τρόπου μεταφοράς (όπως το τραίνο) κ.ά.
Αποτέλεσμα είναι η μεταφορά προϊόντων από τον Πειραιά στο Ηράκλειο της Κρήτης να κοστίζει τα ίδια λεφτά με τη μεταφορά τους από τον Πειραιά στην Ολλανδία!
Υπό αυτά τα δεδομένα (τα οποία επιβαρύνουν το κόστος του τελικού προϊόντος), το υπουργείο Ανάπτυξης έχει ανοίξει διάλογο με τα υπουργεία Μεταφορών και Υγείας, για αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου, όπου εντοπίζονται στρεβλώσεις.
ΑΠΟΨΗ «Το υπουργείο ας σταματήσει να κάνει απλώς διαπιστώσεις»
Της Παναγιώτας Καλαποθαράκου*
Όλα όσα αναφέρονται στη συγκεκριμένη έρευνα είναι γνωστά εδώ και πολύν καιρό. Το υπουργείο και γενικότερα η πολιτεία πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να κάνουν απλώς διαπιστώσεις και να προχωρήσουν σε δράσεις υπέρ των απεγνωσμένων καταναλωτών. Στο παρελθόν, δυστυχώς, ό,τι μέτρα ελήφθησαν αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά. Όταν απουσιάζει η στοιχειώδης κρατική μέριμνα, τότε οι κερδοσκόποι, τα καρτέλ και η αισχροκέρδεια κάνουν θραύση.
Στη χώρα μας, πολλά προϊόντα πωλούνται 40%-50% πιο ακριβά σε σύγκριση με τις τιμές που ισχύουν στις αγορές άλλων χωρών της Ευρώπης, των οποίων η οικονομία ανθεί και όπου οι μισθοί των πολιτών είναι τριπλάσιοι από τους αντίστοιχους των Ελλήνων. Εδώ δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός και οι συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι» αποτελούν συνήθη πρακτική. Νόμοι -δόξα τω Θεώ- υπάρχουν, αλλά δυστυχώς σπανίως εφαρμόζονται.
Τα περί υψηλού ΦΠΑ και αυξημένου κόστους καυσίμων και μεταφορικών αποτελούν αστήρικτες δικαιολογίες. Εμείς ζητούμε την άμεση μείωση κατά 50% των τιμών πώλησης δεκάδων ειδών πρώτης ανάγκης και προϊόντων ευρείας κατανάλωσης.
* Η κυρία Παναγιώτα Καλαποθαράκου είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών «Η Ποιότητα Ζωής» (ΕΚΠΟΙΖΩ).
Του Κώστα Σιαμέλη
R2unit@hotmail.com
Από την έρευνα προκύπτει ότι στη χώρα μας είναι πολύ υψηλότερες οι τιμές σε δημητριακά, απορρυπαντικά, είδη προσωπικής υγιεινής και αναψυκτικά. Το παρήγορο είναι ότι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές εμφανίζονται οι τιμές των νωπών προϊόντων, παρ' όλο που στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλότερες τιμές παραγωγού, όπως σχολιάζουν για τα ευρήματα της μελέτης στελέχη του υπουργείου.
Η κατάσταση που υπάρχει στην αγορά αναφορικά με τη διαμόρφωση των τιμών έχει οδηγήσει τα στελέχη του υπουργείου στην εξέταση του ενδεχομένου ύπαρξης εναρμονισμένων πρακτικών, αν και σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αποδίδεται στην αύξηση τού ΦΠΑ. Έτσι, όπως ανέφεραν υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου, αν αφαιρεθεί ο ΦΠΑ, το μέσο καλάθι του έλληνα καταναλωτή σε σχέση με αυτό των καταναλωτών στις υπόλοιπες χώρες του δείγματος είναι φθηνότερο!
Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού
Στο πλαίσιο της διερεύνησης των στρεβλώσεων στην αγορά, που οδηγούν σε αυξημένες τιμές προϊόντων, μεικτά κλιμάκια του υπουργείου Ανάπτυξης και της Επιτροπής Ανταγωνισμού διενήργησαν εφόδους στα γραφεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Καταναλωτικών Αγαθών, καθώς και σε επιχειρήσεις-μέλη του, όπου διαπιστώθηκαν αποχρώσες ενδείξεις τόσο εναρμονισμένων πρακτικών όσο και κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία που αφορούν πέντε κλάδους διαβιβάστηκαν για περαιτέρω διερεύνηση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Στο στόχαστρο των ελέγχων είναι επιχειρήσεις που εμπορεύονται δημητριακά, απορρυπαντικά και είδη προσωπικής υγιεινής.
Τι επιβαρύνει το κόστος
Εκτός από τους φόρους που επιβαρύνουν την τελική τιμή καταναλωτή, το κόστος για τον καταναλωτή αυξάνεται (ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν μειώνεται) εξαιτίας των διεθνών τιμών στις λεγόμενες «χρηματιστηριακές πρώτες ύλες» (πετρέλαιο, ζάχαρη, κακάο κοκ.), των αυξήσεων στις εγχώριες τιμές παραγωγού, της ανελαστικής ζήτησης σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα, του μεταφορικού κόστους, αλλά και του μισθολογικού κόστους στον τομέα των υπηρεσιών.
Στις μεταφορές, οι ανατιμήσεις οφείλονται αποκλειστικά στη ραγδαία αύξηση των τιμών των καυσίμων (θέρμανσης και κίνησης). Τόσο οι διεθνείς τιμές όσο και η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης (από τις 15 Οκτωβρίου αυξήθηκε από 2 σε 6 λεπτά ανά λίτρο) οδήγησαν τις λιανικές τιμές σε υψηλότερα επίπεδα, παρ' ότι υπάρχει σημαντικός περιορισμός του περιθωρίου κέρδους των πρατηρίων και των εταιρειών εμπορίας (κυμαίνεται σταθερά κάτω από τα 10 λεπτά ανά λίτρο, μειωμένο κατά περίπου 20%).
Πανάκριβα τα έξοδα μεταφοράς
To 10%-15% του συνολικού κόστους του τελικού προϊόντος αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το κόστος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αιτίες είναι το δραματικό κόστος μεταφοράς στη νησιωτική Ελλάδα, η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, η απουσία εναλλακτικού τρόπου μεταφοράς (όπως το τραίνο) κ.ά.
Αποτέλεσμα είναι η μεταφορά προϊόντων από τον Πειραιά στο Ηράκλειο της Κρήτης να κοστίζει τα ίδια λεφτά με τη μεταφορά τους από τον Πειραιά στην Ολλανδία!
Υπό αυτά τα δεδομένα (τα οποία επιβαρύνουν το κόστος του τελικού προϊόντος), το υπουργείο Ανάπτυξης έχει ανοίξει διάλογο με τα υπουργεία Μεταφορών και Υγείας, για αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου, όπου εντοπίζονται στρεβλώσεις.
ΑΠΟΨΗ «Το υπουργείο ας σταματήσει να κάνει απλώς διαπιστώσεις»
Της Παναγιώτας Καλαποθαράκου*
Όλα όσα αναφέρονται στη συγκεκριμένη έρευνα είναι γνωστά εδώ και πολύν καιρό. Το υπουργείο και γενικότερα η πολιτεία πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να κάνουν απλώς διαπιστώσεις και να προχωρήσουν σε δράσεις υπέρ των απεγνωσμένων καταναλωτών. Στο παρελθόν, δυστυχώς, ό,τι μέτρα ελήφθησαν αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά. Όταν απουσιάζει η στοιχειώδης κρατική μέριμνα, τότε οι κερδοσκόποι, τα καρτέλ και η αισχροκέρδεια κάνουν θραύση.
Στη χώρα μας, πολλά προϊόντα πωλούνται 40%-50% πιο ακριβά σε σύγκριση με τις τιμές που ισχύουν στις αγορές άλλων χωρών της Ευρώπης, των οποίων η οικονομία ανθεί και όπου οι μισθοί των πολιτών είναι τριπλάσιοι από τους αντίστοιχους των Ελλήνων. Εδώ δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός και οι συμφωνίες «κάτω από το τραπέζι» αποτελούν συνήθη πρακτική. Νόμοι -δόξα τω Θεώ- υπάρχουν, αλλά δυστυχώς σπανίως εφαρμόζονται.
Τα περί υψηλού ΦΠΑ και αυξημένου κόστους καυσίμων και μεταφορικών αποτελούν αστήρικτες δικαιολογίες. Εμείς ζητούμε την άμεση μείωση κατά 50% των τιμών πώλησης δεκάδων ειδών πρώτης ανάγκης και προϊόντων ευρείας κατανάλωσης.
* Η κυρία Παναγιώτα Καλαποθαράκου είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών «Η Ποιότητα Ζωής» (ΕΚΠΟΙΖΩ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου