«Η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Οι συντάκτες του Μνημονίου παρέλειψαν να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση».
Αυτά θα επισημάνει κατά πληροφορίες ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης σε ομιλία που θα εκφωνήσει τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου στο Βερολίνο στο συνέδριο «Η Ελλάδα σε κρίση. Προοπτικές στον ευρωπαϊκό δρόμο», του ιδρύματος Heinrich Böll και του Freïe Universität.
Κατά τον κ. Σημίτη «το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».
Για πρώτη φορά με τόσο μεγάλη καθαρότητα, ο κ. Σημίτης κατηγορεί τους συντάκτες της δανειακής σύμβασης αλλά και όσους συνομολόγησαν το μνημόνιο για παιδαριώδη λάθη. Διότι είναι περίπου αυτονόητο -τουλάχιστον για τις παραδοχές που κάνουν ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές- ότι οι οικονομικοί στόχοι ενός προγράμματος συναρτώνται με τις πραγματικές εξελίξεις. Και μοιάζει ως ανήκουστο το γεγονός ότι τόσο οι ελεγκτές της τρόικας όσο και η ελληνική κυβέρνηση δεν προέβλεψαν να παρατείνουν τον χρόνο επίτευξης των οικονομικών στόχων σε περίπτωση ύφεσης.
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του «πολιτικά μοιραίου λάθους»; Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη, η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε, αλλά και να επιτείνεται -λόγω της μη προσαρμογής των στόχων αναλόγως των συνεπειών της οικονομικής κρίσης- η ίδια η ύφεση κατά πολύ…
«Ελλάδα, quo vadis;», είναι ο τίτλος της ομιλίας που θα εκφωνήσει ο πρώην πρωθυπουργός στο Βερολίνο. Σε αυτή, ο κ. Σημίτης θα επισημάνει ότι «η αλληλεγγύη είναι ένας όρος που δεν είναι αρεστός σε ορισμένες χώρες της Ένωσης. Θεωρούν ότι υποδηλώνει μια υποχρέωση συμπαράστασης προς άλλους που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Συνεπάγεται μια μονόπλευρη δέσμευση. Όμως τα πράγματα επιβάλλουν την αμοιβαία σύμπραξη και συμπαράσταση. Κατά την κυρίαρχη άποψη στην πρακτική της ΟΝΕ η επίλυση του προβλήματος των διαφορών επιπέδου ανταγωνιστικότητας Βορρά και Νότου απαιτεί κυρίως προώθηση αλλαγών στις αγορές εργασίας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό «αυτά δεν αρκούν». Όπως θα επιχειρηματολογήσει ο κ. Σημίτης«χρειάζεται και στήριξη των οικονομιών του Νότου με επενδύσεις και διεύρυνση των εξαγωγών τους προς το Βορρά. Επιπρόσθετα είναι αναγκαίο να υπάρξει μια συνολική οικονομική πολιτική αντίληψη για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Μια οικονομική διακυβέρνηση, που δεν θα περιορίζεται όπως σήμερα μόνο σε τρέχοντα προβλήματα αλλά θα φροντίζει για την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών της στην ΟΝΕ, είναι σε θέση να διαχειριστεί πολύ καλύτερα το ευρύτερο θέμα της ανάπτυξης».
Υπερασπιζόμενος την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, θα τονίσει ότι οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εντάσσουν στο σχεδιασμό τους «τόσο τους πιο ισχυρούς με τις δυνατότητές τους όσο και τους πιο αδύνατους με τις αδυναμίες τους. Να λαμβάνει υπόψη του τις ανισότητες και να αποτιμά το γεγονός ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν επιβαρύνονται μόνο αλλά αποκομίζουν και σημαντικά κέρδη χάρη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τους και τις εξαγωγές τους».
Τι προτείνει ο κ. Σημίτης να γίνει από δω και πέρα; Η πρότασή του αναφέρει ότι η «έξοδος από την κρίση επιβάλλει “την φυγή προς τα εμπρός” δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».
ΠΗΓΗ: protothema.gr
Αυτά θα επισημάνει κατά πληροφορίες ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης σε ομιλία που θα εκφωνήσει τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου στο Βερολίνο στο συνέδριο «Η Ελλάδα σε κρίση. Προοπτικές στον ευρωπαϊκό δρόμο», του ιδρύματος Heinrich Böll και του Freïe Universität.
Κατά τον κ. Σημίτη «το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».
Για πρώτη φορά με τόσο μεγάλη καθαρότητα, ο κ. Σημίτης κατηγορεί τους συντάκτες της δανειακής σύμβασης αλλά και όσους συνομολόγησαν το μνημόνιο για παιδαριώδη λάθη. Διότι είναι περίπου αυτονόητο -τουλάχιστον για τις παραδοχές που κάνουν ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές- ότι οι οικονομικοί στόχοι ενός προγράμματος συναρτώνται με τις πραγματικές εξελίξεις. Και μοιάζει ως ανήκουστο το γεγονός ότι τόσο οι ελεγκτές της τρόικας όσο και η ελληνική κυβέρνηση δεν προέβλεψαν να παρατείνουν τον χρόνο επίτευξης των οικονομικών στόχων σε περίπτωση ύφεσης.
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του «πολιτικά μοιραίου λάθους»; Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη, η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε, αλλά και να επιτείνεται -λόγω της μη προσαρμογής των στόχων αναλόγως των συνεπειών της οικονομικής κρίσης- η ίδια η ύφεση κατά πολύ…
«Ελλάδα, quo vadis;», είναι ο τίτλος της ομιλίας που θα εκφωνήσει ο πρώην πρωθυπουργός στο Βερολίνο. Σε αυτή, ο κ. Σημίτης θα επισημάνει ότι «η αλληλεγγύη είναι ένας όρος που δεν είναι αρεστός σε ορισμένες χώρες της Ένωσης. Θεωρούν ότι υποδηλώνει μια υποχρέωση συμπαράστασης προς άλλους που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Συνεπάγεται μια μονόπλευρη δέσμευση. Όμως τα πράγματα επιβάλλουν την αμοιβαία σύμπραξη και συμπαράσταση. Κατά την κυρίαρχη άποψη στην πρακτική της ΟΝΕ η επίλυση του προβλήματος των διαφορών επιπέδου ανταγωνιστικότητας Βορρά και Νότου απαιτεί κυρίως προώθηση αλλαγών στις αγορές εργασίας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό «αυτά δεν αρκούν». Όπως θα επιχειρηματολογήσει ο κ. Σημίτης«χρειάζεται και στήριξη των οικονομιών του Νότου με επενδύσεις και διεύρυνση των εξαγωγών τους προς το Βορρά. Επιπρόσθετα είναι αναγκαίο να υπάρξει μια συνολική οικονομική πολιτική αντίληψη για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Μια οικονομική διακυβέρνηση, που δεν θα περιορίζεται όπως σήμερα μόνο σε τρέχοντα προβλήματα αλλά θα φροντίζει για την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών της στην ΟΝΕ, είναι σε θέση να διαχειριστεί πολύ καλύτερα το ευρύτερο θέμα της ανάπτυξης».
Υπερασπιζόμενος την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, θα τονίσει ότι οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εντάσσουν στο σχεδιασμό τους «τόσο τους πιο ισχυρούς με τις δυνατότητές τους όσο και τους πιο αδύνατους με τις αδυναμίες τους. Να λαμβάνει υπόψη του τις ανισότητες και να αποτιμά το γεγονός ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν επιβαρύνονται μόνο αλλά αποκομίζουν και σημαντικά κέρδη χάρη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τους και τις εξαγωγές τους».
Τι προτείνει ο κ. Σημίτης να γίνει από δω και πέρα; Η πρότασή του αναφέρει ότι η «έξοδος από την κρίση επιβάλλει “την φυγή προς τα εμπρός” δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».
ΠΗΓΗ: protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου